Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεθεώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεθεώνω [kseθeóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) κουράζω υπερβολικά κπ., τον υποχρεώνω να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια, τον ταλαιπωρώ: Tον ξεθέωσαν στη δουλειά. Έπεσε να κοιμηθεί ξεθεωμένος από την κούραση. Ξεθεώθηκα στο περπάτημα όλη μέρα. || Mε ξεθέωσε με τη φλυαρία του / με τις ερωτήσεις του.

[ξε- θε(ός) -ώνω (διαφ. το ελνστ. ἐκθεῶ `θεωρώ κπ. θεό΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go