Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεζούμισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεζούμισμα το [ksezúmizma] Ο49 : (οικ.) 1. το αποτέλεσμα του ξεζουμί ζω. 2. (μτφ.) σωματική, πνευματική ή οικονομική εκμετάλλευση και εξάντληση κάποιου.

[ξεζουμισ- (ξεζουμίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go