Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεδιάντροπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξεδιάντροπος, επίθ.· ξαδιάντροπος.
  • Που δεν έχει ντροπή, αναίσχυντος·
    • (εδώ σε ιδιάζ. χρ.) επίμονα, υπερβολικά ενοχλητικός:
      • μυία … ξαδιάντροπη (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 22).

[<επιτ. ξε‑ + επίθ. αδιάντροπος. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεδιάντροπος -η -ο [kseδjándropos] Ε5 : που είναι τελείως αδιάντροπος: Ξεδιάντροπα ψέματα. Tι ξεδιάντροπες κουβέντες! Ξεδιάντροπη γυναίκα. ξεδιάντροπα ΕΠIΡΡ: Aπατάει τον άντρα της τελείως ~.

[μσν. ξεδιάντροπος < ξε- αδιάντροπος (αποφυγή της χασμ. με υπερίσχυση του προθήματος ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες