Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαντό το.
-
- Νήματα ξεφτισμένου λινού υφάσματος που έβαζαν στα τραύματα αντί για γάζα ή μπαμπάκι:
- να κόφτουσι ποκάμισα …, ογιά να κάνουσι ξαντά εις τες πληγές να βάνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 29415).
[ουδ. του επίθ. ξαντός ως ουσ.· βλ. και ‑ός. Λ. ‑ί σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange (‑όν) και σήμ. λαϊκ (Κριαρ.)]
- Νήματα ξεφτισμένου λινού υφάσματος που έβαζαν στα τραύματα αντί για γάζα ή μπαμπάκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαντός ο.
-
- Ξαντό (βλ. ά.):
- (Ιατροσόφ. 7216).
[αρσ. του επίθ. ξαντός (<ξαίνω) ως ουσ.· βλ. και ‑ό. Η λ. και σήμ. λαϊκ (Κριαρ.)]
- Ξαντό (βλ. ά.):



