Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξανθομαλλούσα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ξανθομαλλούσα, επίθ. θηλ.
  • Που έχει ξανθά μαλλιά:
    • (Πιστ. βοσκ. II 1, 23).

[<επίθ. ξανθομάλλης ή ξανθόμαλλος (Κριαρ.· πβ. τ. ξαθομάλλης και θηλ. ‑ού στο Somav., ‑λ‑, και ξαθόμαλλος στο Βλάχ., ‑λ‑) + κατάλ. ‑ούσα. Τ. ξαθθ‑ στο Meursius (λ. ξαθθός) και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go