Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξαναπερνώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναπερνώ [ksanapernó] & -άω, -ιέμαι Ρ (βλ. περνώ) : 1.περνώ ξανά από κάπου: Ξαναπέρασα από τις γειτονιές που μεγάλωσα. Δε θέλω να ξαναπεράσω από μπροστά του. Nα ξαναπεράσεις!, να μας επισκεφθείς ξανά. 2. κάνω κτ. για δεύτερη φορά: Δεν καθάρισε καλά το πάτωμα· πρέπει να το ξαναπεράσεις. Θέλω να το ξαναπεράσω το κείμενο.

[ξανα- + περνώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαναπερνώ.
  • Περνώ, διαβαίνω ξανά:
    • (Ερωτόκρ. Ά 2132).

[<ξανα‑ + περνώ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go