Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναπίνω [ksanapíno] Ρ πρτ. ξανάπινα και ξαναέπινα, αόρ. ξανάπια και ξαναήπια, απαρέμφ. ξαναπιεί : πίνω ξανά: Δεν ~ κρασί. Aπό τότε που αρρώστησε δεν ξαναήπιε, για οινοπνευματώδες ποτό.
[ξανα- + πίνω]



