Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξανακλείνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξανακλείνω [ksanaklíno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάκλεισα και ξαναέκλεισα, απαρέμφ. ξανακλείσει, παθ. αόρ. ξανακλείστηκα, απαρέμφ. ξανακλειστεί, μππ. ξανακλεισμένος : κλείνω ξανά: Nα ξανακλείσεις προσεκτικά την πόρτα. Ξανακλείστηκα έξω. Ξανάκλεισαν τα σύνορα. Ξανακλείστηκε μέσα και δε θέλει να βγει.

[ξανα- + κλείνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go