Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξαναβρίσκω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναβρίσκω [ksanavrísko] -ομαι Ρ πρτ. ξανάβρισκα και ξαναέβρισκα, αόρ. ξαναβρήκα και (προφ.) ξανάβρα και (λαϊκότρ.) ξαναήβρα, προστ. ξαναβρές, απαρέμφ. ξαναβρεί, παθ. αόρ. ξαναβρέθηκα, απαρέμφ. ξαναβρεθεί : βρίσκω πάλι: Ξαναβρήκα τα κλειδιά που είχα χάσει. Ξαναβρή κε την όρασή / την ακοή του. Ξαναβρεθήκαμε ύστερα από πολλά χρόνια, ξανασυναντηθήκαμε. Ξαναβρήκε την ψυχραιμία του / την ισορροπία του / τον εαυτό του. Θέλω να ξαναβρώ την ησυχία μου. (έκφρ.) τα ξαναβρήκαν, συμφιλιώθηκαν.

[ξανα- + βρίσκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go