Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νώμος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νώμος ο [nómos] Ο18 : (λαϊκότρ.) ο ώμος.

[μσν. νώμος < αρχ. tμος με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ton-omo > tonomo > to-nomo] ]

[Λεξικό Κριαρά]
νώμος ο,
βλ. ώμος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go