Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νόθευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νόθευση η [nóθefsi] Ο33 : 1.η ενέργεια του νοθεύω. α. Εργαστήριο όπου γίνεται η ~ των ποτών. β. H ~ του φρονήματος των εκλογέων. 2. παραποίηση: Kαταδικάστηκε για ~ εγγράφου, πλαστογράφηση. ~ νομίσματος, κιβδηλία.

[λόγ. νοθεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go