Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νόβος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νόβος, επίθ.
  • Νέος:
    • νόμοι γραμμένοι εις πέντε βιβλία, ήγουν εις τον Γέστον Νόβον, … (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 180v (στο ιταλ. πρότυπο digesto nuovo)).
  • Το ουδ. ως ουσ. = κάτι νέο:
    • σαν σε πω τα παλαιά, να γράψω άλλο νόβο (Κορων., Μπούας 11).

[<βεν. novo. Η λ. (<λατ. novus) τον 6. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go