Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυκτόβιος -α -ο [niktóvios] & νυχτόβιος -α -ο [nixtóvios] Ε6 στη σημ. 2 : 1.(ζωολ.) για ζώο ή πτηνό που βγαίνει από τη φωλιά του μόνο τη νύχτα, για να βρει την τροφή του: H κουκουβάγια είναι νυκτόβιο πτηνό. 2. (για πρόσ.) που συνηθίζει, που του αρέσει να μένει ξύπνιος ως αργά τη νύχτα, συνήθ. διασκεδάζοντας. || (ως ουσ.) ο νυχτόβιος: Kέντρα όπου συχνάζουν οι νυχτόβιοι.
[λόγ. < ελνστ. νυκτόβιος `που περιπλανιέται τη νύχτα΄ & ελνστ. νυκτίβιος `που τρέφεται τη νύχτα΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



