Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νυκτερίδα η· νυχτερίδα.
-
- 1) Νυχτερίδα:
- (Πουλολ. 165 κριτ. υπ.), (Σαχλ., Αφήγ. 69).
- 2) Προκ. για το νυκτοκόρακα (βλ. νυκτικόραξ):
- (Φυσιολ. (Zur.) XXVI13).
[αρχ. ουσ. νυκτερίς. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Νυχτερίδα:



