Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντύμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντύμα το [díma] Ο48 : (οικ.) προστατευτικό κάλυμμα, κυρίως για βιβλίο, τετράδιο ή έπιπλο με ταπετσαρία.

[ντύ(νω) -μα πρβ. αρχ. ἔνδυμα]

[Λεξικό Κριαρά]
ντύμα το,
βλ. ένδυμα(ν).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go