Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντόπιγκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντόπιγκ το [dópiŋg] Ο (άκλ.) : χρήση αναβολικών ουσιών για την ενίσχυ ση της απόδοσης ενός αθλητή· ντοπάρισμα.

[λόγ. < αγγλ. doping]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες