Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντόλτσο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντόλτσο το [dóltso] Ο39 : ποικιλία πορτοκαλιού με ιδιάζουσα γλυκιά γεύση.

[παλ. ιταλ. dolze με κατάλ. ουδ. κατά το πορτοκάλι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go