Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντρα
9 items total [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντρα το [drá] Ο (άκλ.) : γυαλιστερό και κρουστό ύφασμα για χειμωνιάτικα γυναικεία ρούχα.

[λόγ. < γαλλ. drap]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντράβαλα τα [drávala] Ο (στην ονομ. και αιτ.) : (οικ.) μπελάδες, τραβήγματα: Έχω ~ με την εφορία / με την αστυνομία.

[παλ. ιταλ. travaglia `κουραστική δουλειά΄ (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) < ρ. travagliare < γαλλ. travailler `δουλεύω΄, αρχικά: `βασανίζω΄ (σύγκρ. δουλειά, δουλεύω) (ηχηροπ. [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα) (μετακ. τόνου;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντράιβ ιν το [dráiv ín] Ο (άκλ.) : υπαίθριος κινηματογράφος όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει το έργο μέσα από το αυτοκίνητό του, και όπου προβάλλονται κυρίως ταινίες πορνό.

[λόγ. < αγγλ. drive-in]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραλόν το [dralón] Ο (άκλ.) : συνθετική ίνα που τη χρησιμοποιούν στην υφαντουργία.

[λόγ. < γερμ. Dralon σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντράμερ ο [drámer] Ο (άκλ.) : μουσικός που παίζει ντραμς.

[λόγ. < αγγλ. drummer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραμς τα [dráms] & (σπάν.) ντραμς η [dráms] Ο (άκλ.) : σύνολο από κρουστά όργανα (τύμπανα, πιάτα κ.ά.) σε μουσικό συγκρότημα ή σε ορχήστρα: Παίζει ~ σε συγκρότημα τζαζ / ροκ.

[λόγ. < αγγλ. drums πληθ. της λ. drum `τύμπανο΄· θηλ. κατά το ορχήστρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραπαρία η [draparía] & τραπαρία η [traparía] Ο25 : ύφασμα συνήθ. βαρύτερο και διαφορετικού χρώματος από τις κουρτίνες που τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει το επάνω μέρος τους· (πρβ. ριντό): Πήρε βελούδο και έφτιαξε ~ για το παράθυρο του δωματίου.

[γαλλ. drap(erie) -αρία· αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς λ. με παρόμοια εναλλ.: ντομάτα - τομάτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραπάρισμα το [drapárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ντραπάρω: H μπλούζα έχει ντραπαρίσματα στους ώμους και στο λαιμό. Bελούδινες κουρτίνες με ντραπαρίσματα.

[ντραπαρισ- (ντραπάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραπάρω [drapáro] Ρ6α μππ. ντραπαρισμένος : τακτοποιώ ένα ύφασμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζει μεγάλες, ελεύθερες, καμπυλωτές πτυχές: Tο φόρεμα είναι ντραπαρισμένο στο στήθος / στη μέση.

[γαλλ. drap(er) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go