Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντρίλι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντρίλι το [dríli] Ο44 : είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να φτιάχνουν παντελόνια.

[αγγλ. drill ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντρίλινος -η -ο [drílinos] Ε5 : που ήταν κατασκευασμένος από ντρίλι: Nτρίλινη φορεσιά. Nτρίλινο κοστούμι / παντελόνι.

[ντρίλ(ι) -ινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go