Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντούκο το [dúko] Ο (άκλ.) : βαφή με σμαλτόχρωμα.
[ίσως ανθρωπων. ή σήμα κατατ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντούκου [dúku] επίρρ. τροπ. : (οικ.) 1. τοις μετρητοίς: Για το σπίτι πλήρωσα ~ ένα εκατομμύριο. 2. ΦΡ περνάω ~ / περνάω στο ~, αποσιωπώ κτ.: Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ~.
[ηχομιμ.]



