Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουμπλάρισμα το [dublárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ντουμπλάρω. 1α. εσωτερική επένδυση ενός υφάσματος· (πρβ. φοδράρισμα): Tο φόρεμα / η κουρτίνα θέλει ~ για να σταθεί καλά. β. επιμετάλλωση. 2α. αντικατάσταση της φωνής ενός ηθοποιού με τη φωνή ενός άλλου. β. αντικατάσταση ενός ηθοποιού από έναν άλλο, σε ορισμένες σκηνές στον κινηματογράφο ή στο θέατρο.
[ντουμπλάρ(ω) -ισμα]



