Παράλληλη αναζήτηση
| 84 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντο το [dó] Ο (άκλ.) : 1.η χαμηλότερη νότα από μια σειρά επτά φθόγγων που επαναλαμβάνονται σε όλα τα ύψη των ήχων, στην ευρωπαϊκή μουσική κλίμακα: Kλειδί του ~. ~ δίεση / ύφεση. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα ντο: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει το ντο: Tο ~ του βιολιού.
[ιταλ. do]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντοάνα η· δουάνα· ντουάνα.
-
- α) Τελωνείο:
- (Μπερτολδίνος 114)·
- β) σε μεταφ.:
- ο νους έν’ συγχυσμένος, στην ντοάναν έναι βαλμένος (Τριβ., Ταγιαπ. 288).
[<βεν. doana. Για τους τ. πβ. το σικελικό duana. Ο τ. ντου‑ και τ. ντ(ου)γάνα σήμ. ιδιωμ.]
- α) Τελωνείο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ντοβάς ο.
-
- Προσευχή, δέηση:
- Κάθε βασιλεύς όταν εβγαίνει εις πόλεμον και όταν γυρίζει, του κάμνουσιν ντοβά (Lucar, Sermons 131 (έκδ. ντό‑)).
[<τουρκ. dua. Τ. ντοάς και ντου(β)άς σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Κουκκίδης)]
- Προσευχή, δέηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ντόγα η,
- βλ. δόγα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοκ το [dók] Ο (άκλ.) : 1.προβλήτα λιμανιού. 2. (παρωχ.) εξάρτημα προσαρμοσμένο στο επάνω μέρος της αρβύλας των στρατιωτικών.
[αγγλ. dock]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντοκάρω,
- βλ. τοκάρω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοκιμαντέρ το [dokimantér] Ο (άκλ.) : κινηματογραφική ταινία συνήθ. μικρού μήκους, που βασίζεται σε ντοκουμέντα, δηλαδή σε κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό, σε έγγραφα, σε συνεντεύξεις κτλ. και που αναφέρεται σε ιστορικά, πολιτικά, τεχνολογικά, καλλιτεχνικά και άλλα θέματα.
[λόγ. < γαλλ. documentaire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντόκος ο [dókos] Ο18 : προβλήτα λιμανιού.
[ντοκ -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοκουμεντάρω [dokumentáro] -ομαι Ρ6 (συνήθ. στη μππ.) : στηρίζω κτ. σε ντοκουμέντα, δηλαδή σε αποδεικτικό υλικό: Nτοκουμενταρισμένα στοιχεία.
[ιταλ. documentar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοκουμέντο το [dokuménto] Ο39 : καθετί που μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο ή ως ιστορική πηγή, κυρίως επίσημα έγγραφα και γραπτές μαρτυρίες αλλά και φωτογραφικό ή κινηματογραφικό υλικό, διάφορα αντικείμενα κτλ.: Hχητικά ντοκουμέντα, δίσκοι, κασέτες κτλ.
[ιταλ. documento]



