Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντιστριμπιτέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντιστριμπιτέρ το [distribitér] Ο (άκλ.) : όργανο που διακόπτει την κατάλληλη στιγμή το συνεχές ρεύμα· διανομέας αυτοκινήτου.

[λόγ. < γαλλ. distributeur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες