Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντιστριμπιτέρ το [distribitér] Ο (άκλ.) : όργανο που διακόπτει την κατάλληλη στιγμή το συνεχές ρεύμα· διανομέας αυτοκινήτου.
[λόγ. < γαλλ. distributeur]



