Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταντεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταντεύω [dadévo] Ρ5.2α : (οικ.) φροντίζω βρέφος ή μικρό παιδί: H γιαγιά νταντεύει το εγγονάκι της. || (ειρ.): Mεγάλωσε κι ακόμη τον ~. Δεν της φτάνει το ντάντεμα των παιδιών της, έχει να νταντέψει και το γέρο.

[νταντ(ά) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες