Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντίλερ ο [díler] θηλ. ντίλερ [díler] Ο (άκλ.) : α.αυτός που διακινεί κάποιο εμπορικό προϊόν με το σύστημα συγκεντρώσεων σε σπίτια, όπου καλούνται οι υποψήφιοι πελάτες. β. αυτός που διακινεί ναρκωτικά. γ. υπάλληλος καζίνου ή χαρτοπαικτικής λέσχης, που συντονίζει διάφορα τυχερά παιχνίδια (ρουλέτα, χαρτιά κτλ.)· κρουπιέρης.
[λόγ. < αγγλ. dealer· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



