Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντάντεμα το [dádema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του νταντεύω: Είναι πολύ μικρό το παιδί και θέλει ακόμη ~.
[νταντεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]



