Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νουνεχής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νουνεχής, επίθ.
  • α) Συνετός, γνωστικός:
    • (Ελλην. νόμ. 5146
    • ως εχέφρων νουνεχείς ποίησον αποκρίσεις (Διγ. Gr. 2713
  • β) (επιτ.) έξυπνος, νοήμονας:
    • Αλέξανδρος ορμήν την των θηρίων κατέπαυσεν ως νουνεχής (Βίος Αλ. 4632).

[μτγν. επίθ. νουνεχής. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νουνεχής -ής -ές [nunexís] Ε10 : (λόγ.) συνετός: Kανένας ~ άνθρωπος δε θα υποστήριζε ότι ο πόλεμος είναι η καλύτερη λύση.

[λόγ. < ελνστ. νουνεχής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go