Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νοσώδης, επίθ.
  • Άρρωστος·
    • (εδώ ως ουσ.):
      • έξωθεν του ύδατος κάθηται ο νοσώδης (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2001).

[αρχ. επίθ. νοσώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες