Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοστιμεύομαι [nostimévome] Ρ5.2β : μου αρέσει κάποιος ή κτ., το(ν) βρίσκω του γούστου μου και το(ν) θέλω: Είναι τσαχπίνα και τη νοστιμεύονται οι άντρες. Είδα την πίτα και τη νοστιμεύτηκα.
[μέσο του νοστιμεύω]



