Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοστιμεύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοστιμεύομαι [nostimévome] Ρ5.2β : μου αρέσει κάποιος ή κτ., το(ν) βρίσκω του γούστου μου και το(ν) θέλω: Είναι τσαχπίνα και τη νοστιμεύονται οι άντρες. Είδα την πίτα και τη νοστιμεύτηκα.

[μέσο του νοστιμεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go