Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοσοκομείον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νοσοκομείον το.
  • α) Νοσοκομείο:
    • κάμε νοσοκομεία, να εξαρρωσταίνουσιν όσοι … αρρωστήσουσιν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 144
  • β) προκ. για μοναστηριακό αναρρωτήριο:
    • (Διαθ. Μαγγ. 47), (Προσκυν. Ιβ. 845 858).

[<ουσ. νοσοκόμος + κατάλ. ‑είον. Η λ. τον 4. αι. (TLG) και σήμ. (‑ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go