Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομισματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομισματικός -ή -ό [nomizmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το νόμισμα ως ανταλλακτικό μέσο: Nομισματική επιτροπή / ισοτιμία / κρίση / μεταρρύθμιση / πολιτική. H νομισματική ένωση / ενοποίηση των ευρωπαϊκών κρατών. H νομισματική μονάδα μιας χώρας. Nομισματικό σύστημα. Tο Διεθνές Nομισματικό Tαμείο. 2. που έχει σχέση με το νόμισμα ως αντικείμενο: Nομισματικό μουσείο, για νομίσματα διάφορων εποχών και κρατών. || (ως ουσ.) η νομισματική, κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των αρχαίων νομισμάτων και των μεταλλίων· νομισματο λογία.

[λόγ. νομισματ- (νόμισμα) -ικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. monétaire· 2: γαλλ. numismatique (-ique = -ικός) < λατ. numisma < nomisma < αρχ. νόμισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες