Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομέας ο [noméas] Ο21 : (νομ.) αυτός που έχει τη νομή 2 ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. νομεύς, αιτ. -έα `τσοπάνος, διανομέας΄ κατά τη σημ. της λ. νομή 2]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. νομεύς, αιτ. -έα `τσοπάνος, διανομέας΄ κατά τη σημ. της λ. νομή 2]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |