Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοικάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοικάρης ο [nikáris] Ο11 θηλ. νοικάρισσα [nikárisa] Ο27 : (οικ.) ενοικιαστής ακινήτου, συνήθ. κατοικίας, στη σχέση του με τον ιδιοκτήτη, με το νοικοκύρη: Έδιωξε το νοικάρη του, γιατί δεν πλήρωνε το νοίκι.

[νοίκ(ι) -άρης· νοικάρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go