Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νοητής ο.
-
- Αυτός που σκέπτεται, που συλλαμβάνει και γνωρίζει το καθετί με το νου·
- (εδώ προκ. για το Θεό):
- ο νοητής των μελλόντων (Συναξ. γυν. 19).
- (εδώ προκ. για το Θεό):
[<νοώ + κατάλ. ‑τής]
- Αυτός που σκέπτεται, που συλλαμβάνει και γνωρίζει το καθετί με το νου·



