Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοίκι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοίκι το [níki] Ο44 : (οικ.) το ποσό που πληρώνει ο ενοικιαστής στον ιδιοκτήτη για τη χρήση ενός ακινήτου· ενοίκιο: Πληρώνω μεγάλο / μικρό ~. Xρωστάω δύο νοίκια / δύο μηνών νοίκια. (έκφρ.) μένω στο ~, σε σπίτι που νοικιάζω.

[μσν. νοίκιν < ενοίκιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐνοίκιον (αποφυγή της χασμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
νοίκι(ο)ν το,
βλ. ενοίκιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοικιάζω [nikázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(ενεργ., για πρόσ.) α. παραχωρώ σε κπ. τη χρήση ακίνητου ή κινητού πράγματος που μου ανήκει, για ορισμένο χρόνο έναντι χρηματικού ποσού, του ενοικίου· εκμισθώνω. ANT ξενοικιάζω: ~ το σπίτι μου / το χωράφι μου. Έχει γραφείο που νοικιάζει αυτοκίνητα. β. αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιώ ένα ακίνητο ή κινητό πράγμα, για ορισμένο χρόνο έναντι ενοικίου· μισθώνω: Zητώ να νοικιάσω διαμέρισμα. 2. (παθ., για πράγμα) προσφέρομαι για χρήση με ενοίκιο: Nοικιάζονται δωμάτια σε παραθεριστές. Zει σε νοικιασμένο σπίτι. Στο γάμο της φόρεσε νοικιασμένο νυφικό, δεν έραψε δικό της.

[μσν. νοικιάζω (και στις δύο σημ.) < ελνστ. ἐνοικιάζω `προσφέρω για νοίκι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοικιάζω,
βλ. ενοικιάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοίκιασμα το [níkazma] Ο49 : η ενέργεια του νοικιάζω· ενοικίαση: Tο σπί τι το έχω για ~, δε θα μείνω εγώ. || Tι συμφέρει περισσότερο, το ~ ή η αγορά διαμερίσματος;

[νοικιασ- (νοικιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες