Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιπτήρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
νιπτήρα η.
  • (Θρησκ.) ο Νιπτήρας (βλ. νιπτήρ ‑ας 2):
    • (Gesprächb. 156).

[<ουσ. νιπτήρας με μεταπλ. Τ. ‑φτ‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιπτήρας ο [niptíras] Ο2 λόγ. γεν. και νιπτήρος : 1.είδος λεκάνης, συνήθ. από πορσελάνη, που είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον τοίχο του λουτρού, συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου: Ο ~ ανήκει στα είδη υγιεινής. ~ με πόδι. Διπλός ~, με δύο γούρνες. 2. (εκκλ.) Nιπτήρας, επεισόδιο του Θείου Δράματος, κατά το οποίο ο Iησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από το Mυστικό Δείπνο: H Aκολουθία του Nιπτή ρος. H τελετή του Nιπτήρος, που τελείται τη Mεγάλη Πέμπτη στα Iεροσόλυμα. || στην τέχνη, η αντίστοιχη εικονογραφική παράσταση.

[λόγ.: 1: αρχ. νιπτήρ, αιτ. -ῆρα· 2: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νιπτήρας ο,
βλ. νιπτήρ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες