Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νιπτήρ ‑ας ο.
-
- 1) Λεκάνη για πλύσιμο, ιδ. των ποδιών:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 339).
- 2) (Θρησκ.) το πλύσιμο των ποδιών των Αποστόλων από το Χριστό κατά το Μυστικό Δείπνο:
- (Προσκυν. Κουτλ. 156 814).
[μτγν. ουσ. νιπτήρ, σήμ. εκκλ. Η λ. (‑ας) στο Somav. και σήμ.]
- 1) Λεκάνη για πλύσιμο, ιδ. των ποδιών:
[Λεξικό Κριαρά]
- νιπτήρα η.
-
- (Θρησκ.) ο Νιπτήρας (βλ. νιπτήρ ‑ας 2):
- (Gesprächb. 156).
[<ουσ. νιπτήρας με μεταπλ. Τ. ‑φτ‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ.]
- (Θρησκ.) ο Νιπτήρας (βλ. νιπτήρ ‑ας 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιπτήρας ο [niptíras] Ο2 λόγ. γεν. και νιπτήρος : 1.είδος λεκάνης, συνήθ. από πορσελάνη, που είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον τοίχο του λουτρού, συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου: Ο ~ ανήκει στα είδη υγιεινής. ~ με πόδι. Διπλός ~, με δύο γούρνες. 2. (εκκλ.) Nιπτήρας, επεισόδιο του Θείου Δράματος, κατά το οποίο ο Iησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από το Mυστικό Δείπνο: H Aκολουθία του Nιπτή ρος. H τελετή του Nιπτήρος, που τελείται τη Mεγάλη Πέμπτη στα Iεροσόλυμα. || στην τέχνη, η αντίστοιχη εικονογραφική παράσταση.
[λόγ.: 1: αρχ. νιπτήρ, αιτ. -ῆρα· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- νιπτήρας ο,
- βλ. νιπτήρ.



