Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νικέλωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικέλωμα το [nikéloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νικελώνω.

[λόγ. νικελω- (δες νικελώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. nickelure]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go