Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νιανιάς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νιανιάς ο.
  • Ξεμωραμένος γέρος, γεροξεκούτης:
    • να τσ’ αφήσεις 'ς μια μερά, νιανιά μου, τσι κοπέλες (Φορτουν. Β́ 322).

[<ηχοπ. νηπ. νιανιά (Κριαρ.) + κατάλ. ‑άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go