Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νηστευτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηστευτής ο [nisteftís] Ο7 : αυτός που ζει νηστεύοντας, κυρίως στην έκφραση σαν τον Aϊ-Γιάννη το Nηστευτή, για κπ. που είναι πολύ αδύνατος, σαν εξαϋλωμένος.

[λόγ. < ελνστ. νηστευτής]

[Λεξικό Κριαρά]
νηστευτής ο.
  • Αυτός που νηστεύει, που τηρεί τις καθορισμένες από την Εκκλησία νηστείες:
    • (Πηγά, Χρυσοπ. 172 (2)), (Ροδινός 104).

[<νηστεύω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go