Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νηπτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηπτικός -ή -ό [niptikós] Ε1 : (θεολ.) νηπτική θεολογία, κίνηση στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία με ασκητικές και αναχωρητικές τάσεις. Οι νηπτικοί πατέρες.

[λόγ. < ελνστ. νηπτικός `νηφάλιος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go