Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νηπιοκόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηπιοκόμος η [nipiokómos] Ο35 αρσ. νηπιοκόμος [nipiokómos] Ο18 : αυτή που εκπαιδεύτηκε για να επιβλέπει και να φροντίζει νήπια: Σχολή νηπιοκόμων.

[λόγ. νήπι(ον) -ο- + -κόμος κατά το νοσοκόμος (θηλ.)· λόγ. αρσ. < θηλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go