Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεωτερικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νεωτερικός, επίθ.
  • Επαναστατικός:
    • οι Αιγύπτιοι … εφοβούνταν μήποτες κάμει (ενν. ο Μωυσής) τίποτες νεωτερικόν εις την Αίγυπτον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 156r
    • φρ. έρχομαι εις λόγους νεωτερικούς =
      • (α) απειλώ με στασιασμό, επανάσταση:
        • (Ψευδο-Σφρ. 23819‑20
      • (β) διαπληκτίζομαι:
        • (Ψευδο-Σφρ. 40618).

[μτγν. επίθ. νεωτερικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτερικός -ή -ό [neoterikós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων, συστημάτων και μεθόδων· νεωτεριστικός: Nεωτερική ποίηση. νεωτερικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. νεωτερικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go