Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νευρολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρολόγος ο [nevrolóγos] Ο18 θηλ. νευρολόγος [nevrolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη νευρολογία: Επίσκεψη σε νευρολόγο.

[λόγ. < γαλλ. neurologue < neuro(logie) = νευρο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go