Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεσκαφέ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεσκαφέ το [neskafé] Ο (άκλ.) : α.καφές στιγμιαίας παρασκευής σε κόκκους ή σε σκόνη, προϊόν μιας συγκεκριμένης εταιρείας: Ένα κουτί / φακελάκι ~. || (επέκτ.) στιγμιαίος καφές οποιασδήποτε εταιρείας. β. ρόφημα από νεσκαφέ, διαλυμένο σε νερό: Zεστό / παγωμένο ~.

[γαλλ. Nescafé σήμα κατατ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go