Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νερόβραστος -η -ο [neróvrastos] Ε5 : 1.για κτ. που το έβρασαν με σκέτο νερό, χωρίς λάδι ή βούτυρο: Έφαγε νερόβραστες φακές, γιατί νηστεύει. || (επέκτ.) για άνοστο φαγητό με πολύ ζουμί και με λίγα καρυκεύματα. 2. (μτφ.) α. που είναι ανόητος και γελοίος και που ως άτομο ή ως εκδήλωση δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, δε δημιουργεί εντύπωση· άνοστος: Πολύ ~ αυτός ο νεαρός, λαπάς3β. Nερόβραστα αστεία, σαχλά. β. για άνθρωπο που δεν είναι δραστήριος, ενεργητικός· λαπάς3α.
νερόβραστα ΕΠIΡΡ. [νερο- + βραστ(ός) -ος]



