Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεροφίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεροφίδα η [nerofíδa] Ο25α & νερόφιδο το [nerófiδo] Ο41 : είδος φιδιού που ζει σε ποτάμια ή σε λίμνες: Πίνει σαν ~, για κπ. που πίνει πολύ, κυρίως κρασί.

[νερόφιδ(ο) μεγεθ. < μσν. νερόφιδον < νερο- + φίδ(ι) -ον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go