Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεοσσοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νεοσσοποιώ· νοσσιοποιώ· νοσσοποιώ.
  • (Προκ. για πτηνά) (?σε ποιο πεδίο θα βάλουμε την πληροφορία)
    • α) επωάζω, κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς:
      • αλλότρια ωά θάλπει και νοσσοποιεί (ενν. η πέρδικα) (Φυσιολ. (Sbord.) 691
    • β) (εδώ προκ. για γηρασμένο πτηνό που με το κλώσσημα ξανανιώνει):
      • τους γονείς αυτών γηράσαντας … νεοσσοποιούσιν (ενν. οι έποπες) … και νέοι γίνονται (Φυσιολ. (Sbord.) 295).

[μτγν. νεοσσοποιέω - νοσσοποιέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες