Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεοσσίον το· νοσσίον.
-
- Πουλάκι, νεοσσός:
- εάν δε αυξηθώσιν τα νοσσία και πετασθώσιν, … (Φυσιολ. Μ 52).
[αρχ. ουσ. νεοσσίον· ο τ. μτγν.]
- Πουλάκι, νεοσσός:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. νεοσσίον· ο τ. μτγν.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |