Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεοσσίον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νεοσσίον το· νοσσίον.
  • Πουλάκι, νεοσσός:
    • εάν δε αυξηθώσιν τα νοσσία και πετασθώσιν, … (Φυσιολ. Μ 52).

[αρχ. ουσ. νεοσσίον· ο τ. μτγν.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go