Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεορεαλιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεορεαλιστικός -ή -ό [neorealistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεορεαλισμό ή στο νεορεαλιστή.

[λόγ. νεορεαλιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go